- τυμπανίας
- ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τυμπανίης Αφρ. «τυμπανίας ύδρωψ» — είδος υδρωπικίας κατά την οποία πρήζεται η κοιλιά και τεντώνεται το δέρμα όπως το τύμπανοαρχ.αυτός που υποφέρει από την παραπάνω αρρώστια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίας (πρβλ. ἀστερ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.